-
1 παραγγελία
-
2 παραγγελια
ἥ1) воен. приказ(ание) (войскам), распоряжение Xen.τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς παραγγελίαν Polyb. — место, весьма удобное для отдачи приказаний, т.е. в качестве командного пункта
2) наставление, руководство, правило3) заповедь NT.4) полит. вербовка политических сторонников, политические происки(συγγνώμη καὴ π. Dem.)
5) искательство политических постов Plut. -
3 παραγγελία
{сущ., 5}приказание, повеление, заповедь, наставление, увещание.Ссылки: Деян. 5:28; 16:24; 1Фес. 4:2; 1Тим. 1:5, 18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραγγελία
-
4 παραγγελία
{сущ., 5}приказание, повеление, заповедь, наставление, увещание.Ссылки: Деян. 5:28; 16:24; 1Фес. 4:2; 1Тим. 1:5, 18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραγγελία
-
5 παραγγελία
приказание, повеление, заповедь, наставление, увещание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παραγγελία
-
6 παραγγελία
[парангэлиа] ουσ. Θ. поручение, заказ,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραγγελία
-
7 παραγγελία
[парангэлиа] ουσ θ поручение, заказ. -
8 αντιπαραγγελια
-
9 μένω
(αόρ. έμεινα) αμετ.1) оставаться (в разн. знач);μέν στο σπίτι — оставаться дома;
μένω ζωντανός — оставаться в живых;
μένω νηστικός — оставаться голодным;
μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;
μένω εν ισχύϊ — оставаться в силе (о законе);
μέν χήρα (ορφανός) — оставаться вдовой (сиротой);
μένω χωρίς δουλειά — оставаться без работы;
μένω άστεγος — оставаться без крова;
μείνε αυτού και μην κουνήσεις а) стой на этом месте и никуда не уходи; б) стой (сиди, лежи) спокойно, не двигайся;μείνετε λίγο ακόμα останьтесь ещё немножко; δεν έμεινε τίποτε ничего не осталось; έμεινε ευχαριστημένος он остался довольным; έμεινε καταγοητευμένος он был очарован; τα έργα του θα μείνουν его труды сохранятся, будут жить вечно; 2) жить, проживать; пребывать, быть, находиться;μένω στη Μόσχα — жить в Москве;
μένω με την μητέρα μου — жить с матерью;
έμεινα δυό μήνες στην εξοχή я жил два месяца за городом;3) прекра- щаться; останавливаться (на каком-л. месте — о работе, занятиях);άς μένει. αυτή η συζήτηση — оставим, отложим этот разговор;
να μένει η παραγγελία — заказ аннулируется;
πού μείναμε χτες; где мы остановились вчера?;4) оставаться верным; έμειναν στα πατροπαράδοτα они остались верны традициям; 5) оставаться неизменным; сохраняться;§ μένω πίσω — отставать;
μένω με το πουκάμισο — оставаться в одной рубашке;
μένω εμβρόντητος ( — или κόκκαλο) — быть ошеломлённым, остолбенеть;
έμεινα я остолбенел;μένω στα χαρτιά — оставаться на бумаге (о проекте);
μένω στα κρύα τού λουτρού — оставаться ни при чём, на бобах, при пиковом интересе;
μένω με την όρεξη — оставаться с носом;
μένω στον τόπο — остаться на месте, быть убитым наповал;
δεν τού έμεινε δεκάρα он остался без гроша;δεν μού μένει παρά να... — мне ничего не остаётся, как...;
αυτό μας έμεινε ακόμα! этого ещё нам не хватало!;μένω στούς πέντε δρόμους — оказаться на улице, быть выброшенным на улицу
-
10 παραλαβαίνω
(αόρ. (ε)παράλαβα, παρέλαβα, παθ. αόρ. παραλήφθηκα) μετ.1) брать, получать, принимать;παραλαβαίνω παραγγελία — принимать заказ;
2) встречать (приезжего — по чьей-л. просьбе, по чьему-л. поручению);§ τον παράλαβα στο ξύλο я его здорово отделал, избил -
11 3852
{сущ., 5}приказание, повеление, заповедь, наставление, увещание.Ссылки: Деян. 5:28; 16:24; 1Фес. 4:2; 1Тим. 1:5, 18.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3852
См. также в других словарях:
παραγγελία — παραγγελία, η και παραγγελιά, η 1. μήνυμα, εντολή, οδηγία, διαβίβαση επιθυμίας ή διαταγής: Μου έστειλε παραγγελία να πάω να τον ιδώ αυτές τις μέρες. 2. εντολή προμήθειας ή κατασκευής ή αποστολής εμπορεύματος: Δόθηκε σήμερα η παραγγελία μας στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγγελία — παραγγελίᾱ , παραγγελία command fem nom/voc/acc dual παραγγελίᾱ , παραγγελία command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελία — η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν [παραγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου τού οποίου αυτός που τό στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία … Dictionary of Greek
παραγγελίᾳ — παραγγελίαι , παραγγελία command fem nom/voc pl παραγγελίᾱͅ , παραγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελίας — παραγγελίᾱς , παραγγελία command fem acc pl παραγγελίᾱς , παραγγελία command fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελίαι — παραγγελία command fem nom/voc pl παραγγελίᾱͅ , παραγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελίαν — παραγγελίᾱν , παραγγελία command fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελιῶν — παραγγελία command fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελίαις — παραγγελία command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγελίης — παραγγελία command fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek