-
1 παραβραβεύσαι
-
2 παραβραβεῦσαι
См. также в других словарях:
παραβραβεῦσαι — παραβραβεύω give an unjust judgement aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 παραβραβεύσαι
2 παραβραβεῦσαι
παραβραβεῦσαι — παραβραβεύω give an unjust judgement aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)