Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παραβοήθεια

См. также в других словарях:

  • παραβοήθεια — ἡ, Α [παραβοηθώ] 1. πρόσθετη βοήθεια ή περιστασιακή προστασία 2. στρατιωτική βοήθεια, επικουρία κατά τη διάρκεια πολέμου …   Dictionary of Greek

  • παραβοηθείας — παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια aid fem acc pl παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια aid fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβοήθειαι — παραβοήθεια aid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»