-
1 παραβοηθεια
ἥ помощь, поддержка Polyb.
См. также в других словарях:
παραβοήθεια — ἡ, Α [παραβοηθώ] 1. πρόσθετη βοήθεια ή περιστασιακή προστασία 2. στρατιωτική βοήθεια, επικουρία κατά τη διάρκεια πολέμου … Dictionary of Greek
παραβοηθείας — παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια aid fem acc pl παραβοηθείᾱς , παραβοήθεια aid fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβοήθειαι — παραβοήθεια aid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)