Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παραβολ-ή

См. также в других словарях:

  • παραβόλαιον — τὸ, Μ 1. παρυφή ιματίου, ούγια 2. περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραβολ τού παραβάλλω (πρβλ. παραβολή) + κατάλ. αιον] …   Dictionary of Greek

  • συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»