-
1 παραβολάδην
A = παραβλήδην II, A.R.4.936, Arat. 525;π. δύο πὰρ δύο Id.318
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβολάδην
-
2 παραβολεύομαι
A venture, expose oneself,π. τῇ ψυχῇ Ep.Phil.2.30
(v.l. παραβουλ-): c. acc. cogn.,τοὺς ὑπὲρ φιλίας κινδύνους π. IPE12.39.28
(Olbia, iii (?) A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβολεύομαι
-
3 παραβολή
παραβολ-ή, ἡ,A juxtaposition, comparison, ;π. καὶ σύγκρισις Plb.1.2.2
; ἐν παραβολῇ by juxtaposition, Arist.Top. 104a28, cf. 157a14;ἐκ παραβολῆς Id.Rh. 1420a4
.2 comparison, illustration, analogy,τὴν π. ἀπρεπῆ πεποιῆσθαι Isoc.12.227
; π. δὲ τὰ Σωκρατικά (distd. from λόγος, apologue) Arist.Rh. 1393b3;ἐκ τῶν θηρίων ποιεῖσθαι τὴν π. Id.Pol. 1264b4
.3 NT, parable, Ev.Marc.12.1, al.; type, Ep. Hebr.9.9, 11.19.4 by-word, proverb, LXX Ez.18.2, Ev.Luc.4.23; in bad sense,εἰς π. ἐν τοῖς ἔθνεσι LXX Ps.43(44).14
, cf. Wi.5.3.II moving side by side, ἐκ παραβολῆς [νεῶν] μάχεσθαι to fight a sea-fight broadside to broadside, Plb.15.2.13, cf. D.S.14.60.V Astron., conjunction,παραβολαὶ ἀλλήλων Pl.Ti. 40c
, cf. Procl. in Ti.3.146 D., Plot.3.1.5, Iamb.Myst.9.4: also f.l. for περιβολή, τοῦ ἡλίου Max.Tyr.17.9.VI Math., division, opp. multiplication, Dioph.4.22; quotient, ib.10: hence, section produced by division of a line, Nicom.Ar.2.27.VII Geom., application,π. τῶν χωρίων Pythag.
ap. Procl.in Euc.p.419 F.; τὰ ἐκ τῆς π. γενηθέντα σημεῖα, of the foci of an ellipse or hyperbola, points found by application of an area to the axis, Apollon.Perg.Con.3.45, cf. 48.2 parabola, because the square on the ordinate is equal to a rectangle whose height is equal to the abscissa applied to the parameter, ib.1.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβολή
-
4 παραβολικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβολικός
-
5 παραβόλιον
παραβόλ-ιον, τό, in later Gr.,A = παράβολον (v. παράβολος III. 1), IGRom.4.1211 (Thyatira, i B. C.), Poll.8.63, Phryn.214;π. θείς Astramps. Orac.69p.6H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβόλιον
-
6 παραβολίσκος
παραβολ-ίσκος, ὁ, dub. sens.,Aπαραβολίσκοι τῆς τετρακύκλου IG22.1425.414
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβολίσκος
-
7 παραβολᾶνοι
παραβολ-ᾶνοι, οἱ, in Lat. formA parabalani, persons who risk their lives as sick-nurses, Cod.Theod.16.2.42, al.; parabalanin, Cod.Just.1.3.17, 18, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβολᾶνοι
-
8 παραβουλεύομαι
A v. παραβολ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβουλεύομαι
-
9 παραβουλεύομαι
παραβουλεύομαι 1 aor. παρεβουλευσάμην (Cat. Cod. Astr. XII 188, 27; Hesych., prob. w. ref. to Phil 2:30) be careless τινί in relation to someth. τῇ ψυχῇ have no concern for one’s life Phil 2:30 v.l. (for παραβολ. q.v.).—DELG s.v. βούλομαι.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > παραβουλεύομαι
См. также в других словарях:
παραβόλαιον — τὸ, Μ 1. παρυφή ιματίου, ούγια 2. περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παραβολ τού παραβάλλω (πρβλ. παραβολή) + κατάλ. αιον] … Dictionary of Greek
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek