-
1 παραβλωσκω
-
2 παρμεμβλωκε
-
3 παρμεμβλωκεν
См. также в других словарях:
παραβλώσκω — Α βαδίζω κοντά σε κάποιον, συνοδεύω κάποιον προκειμένου να τόν βοηθήσω ή να τόν υπερασπίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλώσκω «έρχομαι»] … Dictionary of Greek
παραμέμβλωκε — παραβλώσκω go beside perf imperat act 2nd sg παραβλώσκω go beside perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέμβλωκεν — παραβλώσκω go beside perf ind act 3rd sg παραβλώσκω go beside plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρμέμβλωκε — παραβλώσκω go beside perf imperat act 2nd sg παραβλώσκω go beside perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρμέμβλωκεν — παραβλώσκω go beside perf ind act 3rd sg παραβλώσκω go beside plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμολεῖ — παραβλώσκω go beside fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέμβλωκα — παραβλώσκω go beside perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρμέμβλωκα — παραβλώσκω go beside perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω … Dictionary of Greek