-
1 παραβλωσκω
-
2 παραβλώσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβλώσκω
-
3 παραβλώσκω
παρα-βλώσκω, perf. παρμέμβλωκε: go ( with help) to the side of, Il. 4.11 and Il. 24.73.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παραβλώσκω
-
4 παραβλώσκω
παρα-βλώσκω, neben einem gehen, bes. um ihn zu schützen -
5 παραμέμβλωκε
παραβλώσκωgo beside: perf imperat act 2nd sgπαραβλώσκωgo beside: perf ind act 3rd sg -
6 παρμέμβλωκε
παραβλώσκωgo beside: perf imperat act 2nd sgπαραβλώσκωgo beside: perf ind act 3rd sg -
7 παραμέμβλωκεν
παραβλώσκωgo beside: perf ind act 3rd sgπαραβλώσκωgo beside: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
8 παρμέμβλωκεν
παραβλώσκωgo beside: perf ind act 3rd sgπαραβλώσκωgo beside: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
9 παραμέμβλωκα
παραβλώσκωgo beside: perf ind act 1st sg -
10 παρμέμβλωκα
παραβλώσκωgo beside: perf ind act 1st sg -
11 παρμεμβλωκε
-
12 παρμεμβλωκεν
-
13 παρα-μολεῖν
παρα-μολεῖν, aor. zu παραβλώσκω, w. m. s.
-
14 παρ-μέμβλωκε
παρ-μέμβλωκε, perf. von παραβλώσκω, dabei gegangen sein, dabei sein; Il. 4, 11. 24, 75; Ap. Rh. 4, 1167, Schol. erkl. πάρεστι.
-
15 παραμολεί
-
16 παραμολεῖ
-
17 παρκατέλεκτο
παρ-κατέλεκτο, [suff] παρ-κλίνω, [suff] παρ-κύπτω, [suff] παρ-λαμβάνω, poet. for παρα-. [full] παρμέμβλωκε,A v. παραβλώσκω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρκατέλεκτο
-
18 παρμέμβλωκε
παρμέμβλωκε: see παραβλώσκω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρμέμβλωκε
См. также в других словарях:
παραβλώσκω — Α βαδίζω κοντά σε κάποιον, συνοδεύω κάποιον προκειμένου να τόν βοηθήσω ή να τόν υπερασπίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλώσκω «έρχομαι»] … Dictionary of Greek
παραμέμβλωκε — παραβλώσκω go beside perf imperat act 2nd sg παραβλώσκω go beside perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέμβλωκεν — παραβλώσκω go beside perf ind act 3rd sg παραβλώσκω go beside plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρμέμβλωκε — παραβλώσκω go beside perf imperat act 2nd sg παραβλώσκω go beside perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρμέμβλωκεν — παραβλώσκω go beside perf ind act 3rd sg παραβλώσκω go beside plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμολεῖ — παραβλώσκω go beside fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέμβλωκα — παραβλώσκω go beside perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρμέμβλωκα — παραβλώσκω go beside perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω … Dictionary of Greek