-
1 παραβλητικώς
-
2 παραβλητικῶς
См. также в других словарях:
παραβλητικῶς — παραβλητικός employing comparisons adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλητικός — ή, όν, Α [παραβλητός] 1. αυτός που παραβάλλει, που συγκρίνει 2. γραμμ. συγκριτικός. επίρρ... παραβλητικῶς Α 1. συγκριτικά 2. παράλληλα … Dictionary of Greek