Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παραβλαστητικός

См. также в других словарях:

  • παραβλαστητικός — ή, όν, Α [παραβλαστάνω] (για φυτό) αυτός που έχει τάση να βγάζει παραφυάδες …   Dictionary of Greek

  • παραβλαστητικά — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots neut nom/voc/acc pl παραβλαστητικά̱ , παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc/acc dual παραβλαστητικά̱ , παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλαστητικόν — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots masc acc sg παραβλαστητικός inclined to put out offshoots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλαστητικαί — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλαστητικήν — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλαστικός — ή, όν, Α [παραβλαστάνω] παραβλαστητικός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»