-
1 παραβλαστητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβλαστητικός
-
2 παραβλαστητικά
παραβλαστητικόςinclined to put out offshoots: neut nom /voc /acc plπαραβλαστητικά̱, παραβλαστητικόςinclined to put out offshoots: fem nom /voc /acc dualπαραβλαστητικά̱, παραβλαστητικόςinclined to put out offshoots: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 παραβλαστητικόν
παραβλαστητικόςinclined to put out offshoots: masc acc sgπαραβλαστητικόςinclined to put out offshoots: neut nom /voc /acc sg -
4 παραβλαστητικαί
παραβλαστητικόςinclined to put out offshoots: fem nom /voc pl -
5 παραβλαστητικήν
παραβλαστητικόςinclined to put out offshoots: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 παρα-βλαστικός
παρα-βλαστικός, ή, όν, daneben-, hinzukeimend, -sprossend, Theophr., v. l. παραβλαστητικός.
См. также в других словарях:
παραβλαστητικός — ή, όν, Α [παραβλαστάνω] (για φυτό) αυτός που έχει τάση να βγάζει παραφυάδες … Dictionary of Greek
παραβλαστητικά — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots neut nom/voc/acc pl παραβλαστητικά̱ , παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc/acc dual παραβλαστητικά̱ , παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλαστητικόν — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots masc acc sg παραβλαστητικός inclined to put out offshoots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλαστητικαί — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλαστητικήν — παραβλαστητικός inclined to put out offshoots fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλαστικός — ή, όν, Α [παραβλαστάνω] παραβλαστητικός* … Dictionary of Greek