Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παραβλήματα

См. также в других словарях:

  • παραβλήματα — παράβλημα that which is thrown beside neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφραχτος — και κατάφρακτος, η, ο (AM κατάφρακτος, ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, ον) [καταφράσσω] 1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος 2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα… …   Dictionary of Greek

  • περιζώστρα — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ζώνη γύρω από κάτι 2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία μσν. αρχ. ζώνη γύρω από κάτι αρχ. ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»