-
1 παρίσθμια
παρ-ίσθμια, τά, Drüsen am Schlunde, die Mandeln; bes. Entzündung derselben -
2 παρα-πύθια
παρα-πύθια, τά, komisch nach παρίσϑμια gebildetes Wort, gleichsam eine Krankheit, durch welche der Sieg in den pythischen Spielen gehindert wird, Cereal. 1 (XI, 129).
-
3 παραπύθια
παρα-πύθια, τά, komisch nach παρίσϑμια gebildetes Wort, gleichsam eine Krankheit, durch welche der Sieg in den pythischen Spielen gehindert wird
См. также в других словарях:
παρίσθμια — παρίσθμιον fauces neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίσθμι' — παρίσθμια , παρίσθμιον fauces neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίσθμιος — ια, ιο / παρίσθμιος, ία, ιον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά σε ισθμό και κυρίως κοντά στον Ισθμό τής Κορίνθου νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρίσθμια ανατ. τα πλάγια μέλη τής σαρκώδους υπερώας τού στόματος ανάμεσα στις παρίσθμιες … Dictionary of Greek
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
φαρύγγεθρον — και φαρύγεθρον και φαρύγετρον και φαρύγαθρον, τὸ, Α 1. φάρυγγας 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρύγεθρον ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, υγος / υγγος (για τις μορφές τού θ. βλ. λ. φάρυγγας) + επίθημα ε θρον (πρβλ. σκανδάλη θρον). Η μορφή… … Dictionary of Greek
ωτορινολαρυγγολογία — Kλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με τη φυσιολογία και την παθολογία του αφτιού και των ανώτερων αεροφόρων οδών (μύτη, παραρινικές κοιλότητες, παρίσθμια, φάρυγγα και λάρυγγα). Αρκετές γνώσεις ανατομίας και παθολογίας για τα όργανα της όσφρησης … Dictionary of Greek