-
1 παρίαμβος
παρίαμβοςharp: masc nom sg -
2 παρίαμβος
παρῐαμβ-ος, ὁ,A = πυρρίχιος (?παρίαμβοςX ?παρίαμβοςX), Aristid. Quint.1.22, Ter.Maur.1461, etc.II = παριαμβίς, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρίαμβος
-
3 παρίαμβος
παρ-ίαμβος, ὁ, ein Saiteninstrument -
4 παρίαμβοι
παρίαμβοςharp: masc nom /voc pl -
5 pariambus
pariambus, ī, m. (παρίαμβος), I) das dreisilb. Versglied ñ––, Diom. 479, 17. – II) das fünfsilb. Versglied – ñ ñ ñ ñ, Diom. 475, 10. – III) nach einigen = pyrrhichius, Quint. 9, 4, 80.
-
6 πυῤῥίχιος
-
7 pariambus
pariambus, ī, m. (παρίαμβος), I) das dreisilb. Versglied ◡––, Diom. 479, 17. – II) das fünfsilb. Versglied –◡◡◡◡, Diom. 475, 10. – III) nach einigen = pyrrhichius, Quint. 9, 4, 80.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > pariambus
См. также в других словарях:
παρίαμβος — harp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίαμβος — ὁ, Α [ίαμβος] 1. ο πυρρίχιος μετρικός πόδας 2. είδος κιθάρας 3. (κατά τον Φώτ.) «παριαμβίς» … Dictionary of Greek
παρίαμβοι — παρίαμβος harp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
pariambo — (Del gr. pariambos.) ► sustantivo masculino 1 POESÍA Pie de la poesía griega y latina formado por dos sílabas breves. 2 POESÍA Pie de la poesía griega y latina formado por una sílaba breve y dos largas. SINÓNIMO pirriquio 3 POESÍA Pie de la… … Enciclopedia Universal
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
παριαμβίς — ίδος, ἡ, Α μέλος που άδεται με τη συνοδεία κιθάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρίαμβος + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
παριαμβώδης — ῶδες, Μ [παρίαμβος] το αρσ. ως ουσ. ὁ παριαμβώδης μετρικός πόδας ο οποίος αποτελείται από βραχεία, μακρά, βραχεία και δύο μακρές συλλαβές [U U ] … Dictionary of Greek
pariambo — (Del lat. pariambus, y este del gr. παρίαμβος). 1. m. pirriquio. 2. Pie de la poesía griega y latina, que consta, como el baquio, de una sílaba breve y dos largas. 3. Pie de la poesía griega y latina, que consta de una sílaba larga y cuatro… … Diccionario de la lengua española