-
1 παρίαμβος
παρ-ίαμβος, ὁ, ein Saiteninstrument -
2 πυῤῥίχιος
См. также в других словарях:
παρίαμβος — harp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίαμβος — ὁ, Α [ίαμβος] 1. ο πυρρίχιος μετρικός πόδας 2. είδος κιθάρας 3. (κατά τον Φώτ.) «παριαμβίς» … Dictionary of Greek
παρίαμβοι — παρίαμβος harp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
pariambo — (Del gr. pariambos.) ► sustantivo masculino 1 POESÍA Pie de la poesía griega y latina formado por dos sílabas breves. 2 POESÍA Pie de la poesía griega y latina formado por una sílaba breve y dos largas. SINÓNIMO pirriquio 3 POESÍA Pie de la… … Enciclopedia Universal
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
παριαμβίς — ίδος, ἡ, Α μέλος που άδεται με τη συνοδεία κιθάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρίαμβος + επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
παριαμβώδης — ῶδες, Μ [παρίαμβος] το αρσ. ως ουσ. ὁ παριαμβώδης μετρικός πόδας ο οποίος αποτελείται από βραχεία, μακρά, βραχεία και δύο μακρές συλλαβές [U U ] … Dictionary of Greek
pariambo — (Del lat. pariambus, y este del gr. παρίαμβος). 1. m. pirriquio. 2. Pie de la poesía griega y latina, que consta, como el baquio, de una sílaba breve y dos largas. 3. Pie de la poesía griega y latina, que consta de una sílaba larga y cuatro… … Diccionario de la lengua española