-
1 παρεξ
-
2 παρέξ
-
3 παρέξ
παρέξoutside: indeclform (prep) -
4 πάρεξ
παρέξoutside: indeclform (prep) -
5 παρέξ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρέξ
-
6 παρεξ...
I.παρέξ...παρέκ, παρέξ..., πάρεξIadv.1) мимо, дальше, прочь(ὠθεῖν, νηχέμεναι Hom.)
2) рядом, возле(στῆναι Hom.)
3) уклоняясь от истины, неверно(ἀγορεύειν Hom.)
4) о чем-л. другомπ. μεμνώμεθα Hom. — вспомним о другом
5) сверх того, помимоταῦτα π. δὲ μηδέν Polyb. — ничего сверх этого
6) за исключением, кромеπ. ἢ ὅσον οἱ Σκύθαι ἦρχον Her. — не считая времени господства скифов
IIπᾰρές и πάρεξ в значении praep.:1) cum gen.:(1) в стороне от, на некотором расстоянии от(ὁδοῦ, λιμένος Hom.)
(2) помимо, сверх(τοῦ ἀργύρου Her.)
2) cum acc.:(1) (вон, прочь) из(ἅλα Hom.)
(2) мимо, прочь от(π. τέν νῆσον ἐλαύνετε νῆα Hom.)
(3) рядом, возле(δοῦρα Hom.)
(4) помимо, без ведома(Ἀχιλῆα Hom.)
(5) вопреки, вразрез сπ. νόον Hom. — безрассудно
II.πάρεξ...παρέκ, παρέξ..., πάρεξIadv.1) мимо, дальше, прочь(ὠθεῖν, νηχέμεναι Hom.)
2) рядом, возле(στῆναι Hom.)
3) уклоняясь от истины, неверно(ἀγορεύειν Hom.)
4) о чем-л. другомπ. μεμνώμεθα Hom. — вспомним о другом
5) сверх того, помимоταῦτα π. δὲ μηδέν Polyb. — ничего сверх этого
6) за исключением, кромеπ. ἢ ὅσον οἱ Σκύθαι ἦρχον Her. — не считая времени господства скифов
IIπᾰρές и πάρεξ в значении praep.:1) cum gen.:(1) в стороне от, на некотором расстоянии от(ὁδοῦ, λιμένος Hom.)
(2) помимо, сверх(τοῦ ἀργύρου Her.)
2) cum acc.:(1) (вон, прочь) из(ἅλα Hom.)
(2) мимо, прочь от(π. τέν νῆσον ἐλαύνετε νῆα Hom.)
(3) рядом, возле(δοῦρα Hom.)
(4) помимо, без ведома(Ἀχιλῆα Hom.)
(5) вопреки, вразрез сπ. νόον Hom. — безрассудно
-
7 πάρεξ
προθ. кроме -
8 πάρεξ D/P 0-5-5-4-1=15[/*] JgsB 8,26; 1 Sm 20,39; 21,10; 1 Kgs 3,18; 12,20
only 1 Sm 20,39; furthermore, besides Ez 15,4Lust (λαγνεία) > πάρεξ D/P 0-5-5-4-1=15[/*] JgsB 8,26; 1 Sm 20,39; 21,10; 1 Kgs 3,18; 12,20
-
9 παρεξελαύνω
παρεξ-ελαύνω (sc. ἅρμα, ἵππους, etc.),Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξελαύνω
-
10 παρέκ
παρέξoutside: indeclform (prep) -
11 πάρεκ
παρέξoutside: indeclform (prep) -
12 παρεξάγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξάγω
-
13 παρεξαγωγή
παρεξ-ᾰγωγή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξαγωγή
-
14 παρεξαιρέω
II [voice] Med., take by choice, (Cos, iv/iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξαιρέω
-
15 παρεξαίρω
A thrust up,βακτηρίας Str.11.14.4
:—[voice] Pass., to be lifted up,παρεξαρθέντες οὐκ ἀνθρωπίνως Scymn.343
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξαίρω
-
16 παρεξαλλάττω
A change, παρεξήλλαξέ τι changed her tone somewhat, Men.Sam.42 : [tense] pf. part. [voice] Pass. παρεξηλλαγμένος different, strange, gloss on ποταίνιος, Sch. S.Ant. 849.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξαλλάττω
-
17 παρεξαμείβω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξαμείβω
-
18 παρεξαρκέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξαρκέω
-
19 παρεξαυλέω
A worn out by being played upon: hence, generally, worn out, having lost voice and strength, Ar.Ach. 681 ;π. νοῦς Suid.
, cf. Hsch., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξαυλέω
-
20 παρέξειμι
A ibo), pass by or alongside of,τὴν λίμνην Hdt.7.58
, cf. 109 ;παρὰ τὴν οἰκίαν Plu.2.754f
: abs., Hdt.3.14, 4.92, Th.8.62, E.Ph. 1248, Sosith.2.12 ; emerge, of sun from eclipse, Phld. Sign.10: c.acc.cogn., τὴν αὐτὴν ὁδὸν π. Hdt.5.12 : freq. of rivers, Paus. 4.31.2, etc.2 turn aside, metaph.,- ιόντος τοῦ λόγου Pl.R. 503a
; deviate from,τὴν τάξιν τῆς διδασκαλίας Paul.Aeg.3.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέξειμι
См. также в других словарях:
πάρεξ — και παρέξ (πρόθ.), εκτός, παρεκτός: Δεν έχω άλλο να σου πω πάρεξ αυτά που είπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρέξ — outside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρεξ — παρέξ outside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέξ — ΜΑ, πάρεξ Ν εκτός, παρεκτός (α. «ποίος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ ὁταν ξαπλωθή;», Σολωμ. β. «παρὲξ ὁδοῡ», Ομ. Ιλ. γ. «πάρεξ τοῡ ἀργύρου χρυσόν», Ηρόδ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξ] … Dictionary of Greek
παρέκ — παρέξ outside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρεκ — παρέξ outside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκ — και παρέξ και πάρεξ Α 1. (ως πρόθ.) 1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ. β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.) β) λίγο πιο έξω γ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα 2. (ως καταχρ.) εκτός από,… … Dictionary of Greek
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… … Hofmann J. Lexicon universale
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
ιδιοπραγώ — ἰδιοπραγῶ, έω (Α) [ιδιοπραγία] 1. ενεργώ σύμφωνα με τη δική μου βούληση («μηδὲν ἰδιοπραγεῑν παρὲξ τῶν προσταττομένων», Πολ.) 2. φροντίζω για τις δικές μου υποθέσεις ανεξάρτητα από τους άλλους, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτε άλλο εκτός από τα… … Dictionary of Greek