Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

παρέλλειψις

См. также в других словарях:

  • παρέλλειψις — loss of one of two similar consonants fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέλλειψις — εως, ἡ, Α 1. παράλειψη ενός από τα δύο όμοια σύμφωνα μιας λέξης, λ.χ. κάλιον αντί κάλλιον 2. (αμφβλ. ερμ.) ελάττωμα, κουσούρι («παρέλλειψις τῆς φύσεως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔλλειψις «παράλειψη γραμμάτων στη γραφή μιας λέξης»] …   Dictionary of Greek

  • παρελλείψει — παρέλλειψις loss of one of two similar consonants fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρελλείψεϊ , παρέλλειψις loss of one of two similar consonants fem dat sg (epic) παρέλλειψις loss of one of two similar consonants fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέλλειψιν — παρέλλειψις loss of one of two similar consonants fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»