См. также в других словарях:
παρέκτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάτι, ο προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέχω + επίθημα τωρ (πρβλ. δέκ τωρ)] … Dictionary of Greek
παρέκτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάτι, ο προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέχω + επίθημα τωρ (πρβλ. δέκ τωρ)] … Dictionary of Greek