-
1 παρά-σφυρος
παρά-σφυρος, an Entzündung der Knöchel leidend, Hippiatr.
-
2 παράσφυρος
См. также в других словарях:
περίσφυρος — ον, Α 1. περισφύριος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίσφυρον το περισφύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφυρόν (πρβλ. λευκό σφυρος, παρά σφυρος)] … Dictionary of Greek