-
1 παρά-στημα
παρά-στημα, τό, Gefaßtheit, τῷ παραστήματι τῆς ψυχῆς πλεονεκτοῠντες ἐνεκαρτέρουν τοῖς δεινοῖς, D. Sic. 17, 11; D. Hal. de adm. vi Dem. 22 u. a. Sp. – Der Antrieb, ϑείῳ τινὶ παραστήματι κινηϑεῖσα, D. Hal. 8, 39; – Ermahnung, Lehre, M. Ant. 3, 11.
-
2 παράστημα
παρά-στημα, τό, Gefaßtheit. Der Antrieb; Ermahnung, Lehre -
3 παραστημα
См. также в других словарях:
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek