Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρά-σπονδος

См. также в других словарях:

  • ημίσπονδος — ἡμίσπονδος, ον (Α) αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος, υπό σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • σύσπονδος — ον, Α ομόσπονδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπονδος (< σπονδή < σπένδω), πρβλ. παρά σπονδος, υπό σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • φερέσπονδος — ον, ΜΑ αυτός που προσφέρει σπονδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + σπονδός (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος, φιλό σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρσπονδος — ον, Α αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, παράσπονδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • υπόσπονδος — η, ο / ὑπόσπονδος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» δίνω [ή μεταφέρω] τους… …   Dictionary of Greek

  • φιλόσπονδος — ον, Α αυτός που χρησιμοποιείται σε σπονδές («φιλοσπόνδου λιβός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • ομόσπονδος — η, ο (Α ὁμόσπονδος, ον) νεοελλ. (για κράτη) αυτός που αποτελεί ομοσπονδία με κάποιον άλλο, που αποτελεί τμήμα μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες τής Ελβετίας») αρχ. 1. αυτός που μετέχει σε σπονδές 2. αυτός που συνδέεται με κάποιον με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»