Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρά-πηγμα

См. также в других словарях:

  • πασσαλόπηγμα — το 1. σύνολο από πασσάλους ή πασσαλοσανίδες που έχουν εμπηχθεί στο έδαφος για θεμελίωση οικοδομήματος 2. προστατευτικός τοίχος από πασσαλοσανίδες για συγκράτηση όγκων χωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + πήγμα (< πήγνυμι «στερεώνω»), πρβλ. παρά… …   Dictionary of Greek

  • υπέρπηγμα — το, Ν 1. πρόσθετο δομικό κατασκεύασμα πάνω από την κύρια κατασκευή 2. ναυτ. περίκλειστο διαμέρισμα πάνω από το κατάστρωμα, το οποίο χρησιμεύει ως πυροβολείο ή για τη διαμονή μελών τού πληρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + πήγμα (πρβλ. παρά πηγμα)] …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»