-
1 παρά-νυμφος
παρά-νυμφος, ἡ, die Brautjungfer, welche die Braut dem Bräutigam zuführt, νυμφεύτρια, VLL., vielleicht auch ὁ, = Vorigem.
-
2 παράνυμφος
παρά-νυμφος, ἡ, die Brautjungfer, welche die Braut dem Bräutigam zuführt
См. также в других словарях:
ζευγόνυμφος — ζευγόνυμφος, ον (Μ) ο συνδεδεμένος με γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. νεό νυμφος, παρά νυμφος] … Dictionary of Greek
μελλόνυμφος — η, ο, θηλ. και ος (ΑM μελλόνυμφος, ον, θηλ. και μελλονύμφη) (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα αρχ. (για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ… … Dictionary of Greek
σύννυμφος — ἡ, ΜΑ συνυφάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. παρά νυμφος] … Dictionary of Greek