-
1 παρά-μουσος
παρά-μουσος, wider die Musen oder den Gesang, mißtönend; ἄτης πλαγά, Aesch. Ch. 460; Ἄρης, Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς, im Mißklang dazu stehend, Eur. Phoen. 792, Schol. ἀσύμφωνος.
-
2 παράμουσος
παρά-μουσος, wider die Musen oder den Gesang, mißtönend; Ἄρης, Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς, im Mißklang dazu stehend -
3 παραμουσος
21) противный Музам, т.е. беззаконный, преступный(ἄτης πλαγά Aesch.)
2) чуждый, несогласный(Ἄρης, Βρομίου π. ἑορταῖς Eur.)
См. также в других словарях:
πάμμουσος — πάμμουσος, ον (Α) πάρα πολύ εύμουσος, μουσικότατος («πάμμουσος ἁρμονία», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μουσος (< μοῦσα)] … Dictionary of Greek