-
1 παρά-γυιος
παρά-γυιος, mit verschränkten, verdrehten Gliedern, Rhett. III p. 663.
-
2 παράγυιος
παρά-γυιος, mit verschränkten, verdrehten Gliedern
См. также в других словарях:
υπέργυιος — ον, Α πάρα πολύ μεγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γυιος (< γύης «μέτρο γης»)] … Dictionary of Greek