Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παράφραγμα

См. также в других словарях:

  • παράφραγμα — breastwork on the top of a wall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράφραγμα — το, ΝΑ [παραφράσσω] 1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα 2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος τού πλοίου αρχ. 1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας 2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο …   Dictionary of Greek

  • παραφράγματα — παράφραγμα breastwork on the top of a wall neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφράκτης — ο παράφραγμα, κν. φρακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»