Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παράτονος

См. также в других словарях:

  • παράτονος — stretched beside masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράτονος — η, ο / παράτονος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ανακριβής κατά τον τόνο, λανθασμένος κατά τον τονισμό 2. μουσ. ασύμφωνος μουσικά, παράφωνος, παράχορδος, κν. φάλτσος 3. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο παράτονος ισχυρό συρματόσχοινο που ξεκινά από τον λαιμό τού… …   Dictionary of Greek

  • παράτονος — η, ο 1. (μουσ.), παράφωνος, φάλτσος. 2. (γραμμ.), ο λάθος τονισμένος: Παράτονη λέξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράτονον — παράτονος stretched beside masc/fem acc sg παράτονος stretched beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατόνους — παράτονος stretched beside masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκτονος — η, ο (AM ἔκτονος, ον) Ι. παράτονος, παράφωνος, ο έξω τού μουσικού τόνου, παράχορδος, φάλτσος 2. χαλαρός, άτονος, ξετεντωμένος ΙΙ. επίρρ. εκτόνως νεοελλ. άτονα, χαλαρά αρχ. έντονα, σφοδρά …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παράφωνος — η, ο / παράφωνος, ον ΝΑ νεοελλ. 1. (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί κακώς, που παραβιάζει την αρμονία, δυσαρμονικός, παράχορδος 2. (για πρόσ.) κακόφωνος, παράτονος, φάλτσος αρχ. 1. μουσ. αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • παράχορδος — η, ο μουσ. 1. (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που έπρεπε να κρουσθεί, αλλά από άλλη, διπλανή, δηλαδή ο παράτονος, ο παράφωνος, ο δυσαρμονικός 2. (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο… …   Dictionary of Greek

  • παρατονία — η μουσ. η ιδιότητα τού παράτονου, μουσική παραφωνία, λανθασμένος τόνος φωνής, κν. φάλτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράτονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • παρατονίζω — τονίζω μια λέξη λανθασμένα, σε άλλη συλλαβή από εκείνην που πραγματικά τονίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράτονος. Το ρ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»