-
1 παράπτομαι
A apply, of ointments, Asclep. ap. Gal.12.584, 681, cf.13.250, Aët.12.34 :—[voice] Pass., χερσὶ παραπτομένα πλάτα fitted to the hands, plied by the hands, dub. l. in S.OC 717 (lyr.); π. σανίδων fixed along planks, Apollod.Poliorc.173.15.II [voice] Med., touch in passing or slightly, Men.66.4, Plu.Cleom.37 ; αὐτοῦ δακτύλῳ π. Sor. 1.108.2 touch by mistake, Hippiatr.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράπτομαι
См. также в других словарях:
παράπτω — ΜΑ [άπτω] 1. ανάβω, καίω, πυρπολώ 2. δίνω φως μσν. μέσ. παράπτομαι αγγίζω κατά λάθος αρχ. 1. μέσ. α) εφαρμόζω β) αγγίζω ελαφρά γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς παράπτομαι») δ) πλησιάζω 2. παθ. εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («παράπτομαι… … Dictionary of Greek
πάραμμα — τὸ, Α [παράπτομαι] ιμάντας κατάλληλος για την άρση και τη μεταφορά φορτίων από τα υποζύγια … Dictionary of Greek