Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παράπτομαι

См. также в других словарях:

  • παράπτω — ΜΑ [άπτω] 1. ανάβω, καίω, πυρπολώ 2. δίνω φως μσν. μέσ. παράπτομαι αγγίζω κατά λάθος αρχ. 1. μέσ. α) εφαρμόζω β) αγγίζω ελαφρά γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς παράπτομαι») δ) πλησιάζω 2. παθ. εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («παράπτομαι… …   Dictionary of Greek

  • πάραμμα — τὸ, Α [παράπτομαι] ιμάντας κατάλληλος για την άρση και τη μεταφορά φορτίων από τα υποζύγια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»