-
1 παράπρασις
A sale below cost price, (Caria, i A.D.), cf. Ἀρχ.Δελτ.2.148 ([place name] Beroea): pl.,παραπράσεις ποιήσαντα ἐν τῷ μακέλλῳ Inscr.Magn. 179.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράπρασις
См. также в других словарях:
παράπρασις — ἡ, Α [παραπιπράσκω] πώληση ενός πράγματος με ζημία, πώληση εμπορεύματος σε τιμή κατώτερη τού κόστους του … Dictionary of Greek