Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παράπλασμα

См. также в других словарях:

  • παράπλασμα — piece of coloured wax stuck on to the margin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράπλασμα — το, ΝΑ νεοελλ. βιολ. το σύνολο τών μη ζώντων εγκλείστων τού πρωτοπλάσματος, αλλ. αλλόπλασμα αρχ. 1. τεμάχιο χρωματισμένου κηρού το οποίο βρίσκεται επικολλημένο στο περιθώριο βιβλίου για επισήμανση αμφίβολων ή σκοτεινών χωρίων τού κειμένου 2.… …   Dictionary of Greek

  • παραπλάσματα — παράπλασμα piece of coloured wax stuck on to the margin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»