-
1 yabansı
παράξενος, περίεργος -
2 непонятный
непонятный 1) ακατανόητος* мне \непонятныйо... δεν καταλαβαίνω 2) (загадочный) παράξενος* * *1) ακατανόητοςмне непоня́тно… — δεν καταλαβαίνω
2) ( загадочный) παράξενος -
3 оригинальный
оригинальный 1) (подлинный) πρωτότυπος 2) (своеобразный) ιδιόμορφος· παράξενος, ιδιότροπος (странный)* * *1) ( подлинный) πρωτότυπος2) ( своеобразный) ιδιόμορφος; παράξενος, ιδιότροπος ( странный) -
4 странный
-
5 удивительный
удивительный 1) θαύμαίσιος; εξαιρετικός, έκτακτος (исключительный ) 2) (странный) περίεργος, παράξενος; ничего \удивительныйого τίποτα το περίεργο* * *1) θαυμάσιος; εξαιρετικός, έκτακτος ( исключительный)2) ( странный) περίεργος, παράξενοςничего́ удиви́тельного — τίποτα το περίεργο
-
6 странный
стра́нн||ыйприл παράξενος, ἀλλόκοτος, παράδοξος, περίεργος:\странныйый вид τό ἀλλόκοτο ὕφος· \странныйый человек ὁ παράξενος ἀνθρωπος. -
7 чудак
чуда||км ὁ παράξενος, ὁ ἀλλόκοτος:старый/*\чудак ὁ παράξενος γέρος, ὁ τρελλό-γερος. -
8 любопытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. περίεργος, παράξενος•любопытный взгляд περίεργη ματιά.
ουσ. ο παράξενος, ο περίεργος•собралась толпа -ых μαζεύτηκε πλήθος περίεργων.
|| φιλοπράγμονας, φιλοπερίεργος.2. ενδιαφέρων•-ая книга ενδιαφέρον βιβλίο•
любопытный случай ενδιαφέρουσα περίπτοση.
-
9 мудрёный
επ., βρ: -рен, -рена, -рено.1. δυσνόητος, δυσκολοκατανόητος, δύσληπτος, δυσκατάληπτος• δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος, αινιγματώδης•говорить -ым языком μιλώ με δυσκολονόητη γλώσσα.
|| πολύπλοκος, μπερδεμένος• πολυσύνθετος•мудрёный вензель πολύπλοκη μονογραφή•
мудрёный узор πολύπλοκο σχέδιο.
2. δυσεπίτευκτος, δυσκατόρθωτος• δύσκολος.3. περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος•мудрёный человек αλλόκοτος άνθρωπος•
мудрёный характер παράξενος χαρακτήρας.
εκφρ.что -ого, -ого нет – τίποτε το δυσκολονόητο; (απλό πράγμα). -
10 взбалмошный
взбалмошныйприл разг ἀνισόρροπος, ίδιότροπος/ παράξενος (с причудами). -
11 вообще
вообщенареч1. (в общем) γενικά, ἐν γένει, γενικώς:\вообще это верно γενικά εἶναι σωστό·2. (всегда) πάντοτε, πάντα/ συνήθως, κατά τό σύνηθες (обыкновенно):\вообще я в это время бываю до́ма συνήθως αὐτή τήν ὠρα βρίσκομαι στό σπίτι· он\вообще такой странный αὐτός εἶναι πάντα ἔτσι παράξενος· ◊ \вообще говоря μιλώντας γενικά, ἐν γένει. -
12 диковинный
диковин||ныйприл разг παράξενος, ἀλλόκοτος. -
13 капризный
каприз||ныйприл1. ἰδιότροπος·2. (причудливый) παράξενος. -
14 курьезный
курьез||ныйприл παράξενος, ἀστείος. -
15 мудреный
мудрен||ыйприл1. (сложный, замысловатый) πολύπλοκος, μπερδεμένος, περίπλοκος/ δύσκολος (трудный):это \мудреныйое дело τοῦτο εἶναι μπερδεμένη ὑπόθεση· \мудреный узор τό πολυσύνθετο κέντημα·2. (непонятный, странный) σύνθετος, μπερδεμένος, ἰδιότροπος / ἀλλόκοτος, παράξενος (о человеке)· ◊ утро вечера мудренее поел. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος. -
16 необычный
необычн||ыйприл ἀσυνήθιστος, ἀσυνήθης/ παράξενος (странный):в \необычныйое время σέ ἀσυνήθη ὠρα, σέ ἀκατάλληλη ὠρα -
17 непоиятный
непоиятн||ыйприл1. ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος / δυσνόητος, σκοτεινός (неясный)·2. (загадочный, странный) παράξενος, ἀνεξήγητος, ἀλλόκοτος:\непоиятныйый случай τό παράξενο συμβάν. -
18 поразйтельный
поразйтельн||ыйприл καταπληκτικός, ἐκπληκτικός (изумительный)/ θαυμάσιος (восхитительный)/ παράξενος (странный):\поразйтельныйое сходство ἡ καταπληκτική ὀμοιότης· \поразйтельныйая память τό καταπληκτικό μνημονικό. -
19 причудливый
причу́длив||ыйприл ἀλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος, ἰδιότροπος. -
20 удивительиый
удивительи||ыйприл1. (странный) περίεργος, παράξενος:ничего́ \удивительиыйого τίποτε τό περίεργο·2. (чрезвычайный) καταπληκτικός, ἐξαίρετος:\удивительиыйое здоровье ἡ ἐξαιρετική ὑγεία.
См. также в других словарях:
παράξενος — half foreign masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράξενος — η, ο / παράξενος, ον, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί έκπληξη ή απορία, ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράδοξος («τα λόγια του είναι πολύ παράξενα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ακατανόητη συμπεριφορά, ιδιότροπος, δύστροπος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
παράξενος — η, ο 1. (για πράγματα), αυτός που προκαλεί έκπληξη, απορία, ασυνήθιστος: Παράξενη ζέστη στην καρδιά του χειμώνα. 2. (για ανθρώπους), ιδιότροπος, αλλόκοτος, γκρινιάρης: Είναι παράξενος άνθρωπος το αφεντικό μας. 3. ως ουσ., παράξενα, αφύσικα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραξενεύω — [παράξενος] 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει («μέ παραξένεψε η συμπεριφορά του») 2. γίνομαι ή φαίνομαι παράξενος, ιδιότροπος 3. μέσ. παραξενεύομαι νιώθω έκπληξη, απορώ, ξενίζομαι … Dictionary of Greek
παράξενον — παράξενος half foreign masc/fem acc sg παράξενος half foreign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξένου — παράξενος half foreign masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξένους — παράξενος half foreign masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξένων — παράξενος half foreign masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραξένῳ — παράξενος half foreign masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράξενα — παράξενος half foreign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράξενοι — παράξενος half foreign masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)