-
1 δάκτυλο
τό1) палец;μεγάλο ( — или χονδρό) δάκτυλ — большой па'лец;
δεύτερο δάκτυλ — указательный палец;
μέσο ( — или μεσαίο) δάκτυλο — средний палец;
παράμεσο δάκτυλο — безымянный палец;
μικρό δάκτυλο — мизинец;
δάκτυλο του ποδιού — палец ноги;
δείχνω με το δάκτυλο — показывать пальцем;
2) величиной с палец;ένα δάκτυλο σκόνη — пыль толщиной в палец;
3) перен. капелька, чуточка;6*να δάκτυλο κρασί — немного вина, капля вина;
§ μετρίουνται στα δάκτυλα — можно по пальцам пересчитать;
τον παίζω στα δάκτυλα — он у меня в руках;
τό ξέρω ( — или παίζω) στα δάκτυλα — знать как свои пять пальцев;
κρύβομαι πίσω από το δάκτυλο μου стараться скрыть то, что всем известно; прятать голову как страус;δέ[ν] μύρισα τα δάκτυλα μου я не мог этого предвидеть
См. также в других словарях:
δαχτυλίδι — Βλ. λ. δακτυλίδι. * * * και δακτυλίδι, το (AM δακτυλίδιον Μ και δακτυλίδιν) [δακτύλιος] κόσμημα από μέταλλο συνήθως πολύτιμο (ή από άλλο υλικό) σε σχήμα κρίκου με λίθο ή σφραγίδα, το οποίο φοριέται στην κάτω φάλαγγα τών δαχτύλων τού χεριού,… … Dictionary of Greek