-
1 παράμεσος
παράμεσος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράμεσος
-
2 παράμεσος
παράμεσοςnext the middle: masc /fem nom sg -
3 παράμεσον
παράμεσοςnext the middle: masc /fem acc sgπαράμεσοςnext the middle: neut nom /voc /acc sg -
4 παραμέσου
παράμεσοςnext the middle: masc /fem /neut gen sg -
5 παραμέσους
παράμεσοςnext the middle: masc /fem acc pl -
6 παραμέσων
παράμεσοςnext the middle: masc /fem /neut gen pl -
7 παράμεσα
παράμεσοςnext the middle: neut nom /voc /acc pl -
8 παράμεσοι
παράμεσοςnext the middle: masc /fem nom /voc pl -
9 παραμέσω
-
10 παραμέσῳ
См. также в других словарях:
παράμεσος — next the middle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμεσος — η, ο / παράμεσος, έση, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης αρχ … Dictionary of Greek
παράμεσος — η, ο 1. που είναι κοντά στο μέσο. 2. ως ουσ., παράμεσος, ο το δάχτυλο ανάμεσα στο μικρό και στο μέσο δάχτυλο του χεριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράμεσον — παράμεσος next the middle masc/fem acc sg παράμεσος next the middle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέσου — παράμεσος next the middle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέσους — παράμεσος next the middle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέσων — παράμεσος next the middle masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέσῳ — παράμεσος next the middle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμεσα — παράμεσος next the middle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμεσοι — παράμεσος next the middle masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕРСТЕНЬ-ПЕЧАТКА — • Σφραγίς, который в Афинах носили все свободные, не принадлежавшие к беднейшему классу, как печать, для накладывания печатей. Чтобы предупредить подделки в документах и т. д., т. к. печать служила для удостоверения подписи, уже Солон … Реальный словарь классических древностей