-
1 παράγει
παράγωlead by: pres ind mp 2nd sgπαράγωlead by: pres ind act 3rd sg -
2 κουρητικός
A of or concerning the Κουρῆτες, τὰ K. treatises on the K., Str.10.3.7: hence, in Neo-Platonic theology, ministrant,ὁ πρῶτος πατὴρ καὶ ὁ τρίτος οὐ παράγει κ. τάξιν Dam.Pr. 278
;κ. θεότης Procl.in Ti.3.310
D.;κ. τάξις Id.Theol.Plat. 5.35
; κ. τριάς ibid. (here derived fr. Κούρη = Κόρη).II ὁ K. (sc. ποῦς) the Cretic, Sch.Ar.Nu. 651; the third paeon ([etym.] υυ-υ), Choerob. in Heph.p.218C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κουρητικός
-
3 προάγω
Aπροῆχα D.19.18
, 25.8, Paus.3.11.10 :—[voice] Med., v. infr.: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, v. infr. 1.7 :— lead forward or onward,μιν ἐς τὰ οἰκία Hdt.3.148
, etc.; escort on their way, Id.8.132;τοὺς πεζοὺς οὐ πολλὴν ὁδόν X.Cyr.3.3.23
:—[voice] Pass., to be led on, .2 carry on,αἱμασιάν D.55.27
; produce, Plot.3.7.6 :—[voice] Pass., [τάξις] εἰς ὀξὺ προηγμένη brought to a point, Arr.Tact.16.8.b bring on in age, etc.,προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος εἰς ὥραν X.Cyr.1.4.4
:—[voice] Pass., ἐπὶ πλείω προῆκται τῆς κατ' ἰητρικὴν ἐπιμελείας belong to more advanced medical study, Hp.Medic.13.3 bring forward, νεκρόν εἰς τὸ φανερόν, τι εἰς τὸ πρόσθεν, Pl.Lg. 960a, Plt. 262c;τὴν φύσιν εἰς φῶς πᾶσιν Id.Ep. 341d
;βουλὴν ἀπόρρητον εἰς φῶς ἡλίου Plu.2.552d
; οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς, = οἱ γονεῖς, Poll.3.8, cf. Hld.7.23; call up an apparition, Thessal. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.b bring before a tribunal, SIG 826G 22 (ii B.C., [voice] Pass.);π. δάνειον POxy.1562.14
(iii A.D.).4 lead on, induce, persuade,δόλῳτινὰς π. Hdt.9.90
;ὡς ἡχρεία προάγει Th.3.59
: with inf. added, κινδυνεύειν τινὰ π. ib.45; : with Preps.,π. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn. 386
(nisi leg. παράγει); τινὰς ἐς λόγους Pl.Ti. 22a
;εἰς μῖσος X.HG 3.5.2
; τὰς συγγενείας εἰς ἔχθραν, εἰς ἄνοιαν τὴν πόλιν, Isoc.4.174, 8.121;εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Arist.Rh. 1354a25
; εἰς γέλωτα ib. 1415a37; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, opp. προτρέψασθαι, X.Mem.1.4.1;πάντας ἐκ.. πολέμων ἐπὶ τὴν ὁμόνοιαν Isoc.5.141
;πρὸς.. κακίας ὑπερβολήν D. 20.36
;ἐμαυτὸν εἰς ἀπέχθειαν Id.23.1
:—[voice] Med., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά move one to laughter, Hdt.2.121.δ'; τὴν ὑγρότητα αὐτῶν τοῦ ἤθους εἰς ἔλεον Lycurg.33
;προαξόμεθ'.. εἰς ἀνάγκην D.5.14
: c.inf.,τοῦτο πολεμίους προάγεται ἁμαρτάνειν X.Eq.Mag.5.15
, cf. Aeschin.3.117, Arist.Pol. 1270b2:—freq. in [voice] Pass.,προαχθέντας εἰς φιλοποσίαν X. Mem.1.2.22
;εἰς τοῦτ' ὀργῆς προήχθησαν ὥστε.. Isoc.20.8
: c. inf., , cf. 18.269, Arist.Ph. 194a31;προάγεται λαλεῖν Men.164
;πολλὰ προηγμένον πρᾶξαι D.5.23
, etc.5 carry forward, advance, π. τὴν πόλιν lead it on to power, Th.6.18, D.19.18; π. αὐτὴν (sc. τὴν ἀρχὴν)ἐς τόδε Th.1.75
, cf. Arist. Pol. 1274a10;λόγοισι προάγει.., ἔργοισι δ' οὐδὲ κινεῖ Cratin.300
; οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον [τὴν ἔχθραν] carried it so far, D.18.163;π. [τὰ πράγματα] ἐπὶ τὸ βέλτιον Id.Prooem.38
, etc.; τὴν πραγματείαν π. εἰς τὸ πρόσθεν promote the study, Aristox.Fr.Hist.81; [ τὰ μαθήματα] Arist.Metaph. 985b24;τὰς τέχνας Id.SE 183b29
, cf. Po. 1449a13; π. καὶ διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ carry on and complete.., Id.EN 1098a22, cf. Pol. 1282b35:—[voice] Med.,ἐς τοῦτο [τὰ Περσέων πρήγματα] προηγάγοντο Hdt.7.50
:—[voice] Pass., increase, become rife, D.19.266.b of persons, promote or prefer to honour, , cf. Plb.12.13.6, etc.; τινὰς εἰς δόξαν, ἐφ' ἡγεμονίας, Plu.Them.7, Galb.20, etc.;ἐπὶ μέγα προαχθῆναι Luc.Alex.55
.c prefer in the way of choice, esp. in [voice] Pass.,αἱ προηγμέναι φυλαί J.AJ4.8.44
: προηγμένος distinguished, outstanding,ὥρα Philostr.
Jun.Im.Praef.6 in Stoic Philos., of things neither good nor bad but promoted or advanced above the zero point of indifference,προηγμένον.. ὃ ἀδιάφορον <ὂν> ἐκλεγόμεθα Zeno Stoic.1.48
, cf. Aristo ib.83, Chrysipp.ib.3.28, etc.; cf. ἀποπροάγω.7 in [tense] pf. [voice] Pass. with med. sense, οὕτω προῆκται τοὺς παῖδας ὥστε.. has had them brought up in such a way that.., D.54.23: also in pass. sense,ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Arist. EN 1180a8
.8 pronounce a discourse,κατὰ θεωρίαν π. πάντα Philostr.VS2.9.3
; αἱ κατὰ σχῆμα προηγμέναι τῶν ὑποθέσεων ib.2.4.2.II intr., lead the way, go before, ;σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην Id.Phd. 90b
, cf. X.An.6.5.6, etc.: with acc. added, προῆγε πολὺ πάντας dub. in J.BJ6.1.6 (leg. πάντων): of a commander, lead an advance, push forward, Plb.2.65.1,3.35.1, etc.2 metaph., ὁ προάγων λόγος the preceding discourse, Pl.Lg. 719a;αἱ π. γραφαί J.AJ19.6.2
;ὁ π. μήν PSI5.450.59
(ii A.D.).3 go on, advance, ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι Decr. ap. D.18.181;ἐκ τῶν ἀσαφεστ έρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα Arist.Ph. 184a19
;πόρρω π. ὕβρεως Clearch.6
( τὸ ἔργον προῆγε ([etym.] ν) is v.l. for προσῆγε in Hdt.9.92);πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ 2 Ep.Jo.9
: of Time,τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης Plb.18.8.1
; reach, attain to,εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδας Phld.Ind.Sto. 32
. -
4 σχῆμα
σχῆμα, ατος, τό (fr. the same root as ἔχω, cp. 2 aor. inf. σχεῖν; Aeschyl., Thu.+; loanw. in rabb.; in various senses ‘bearing, manner, deportment’ cp. Lat. ‘habitus’)① the generally recognized state or form in which someth. appears, outward appearance, form, shape of pers. Hv 5:1 (Menyllus: 295 Fgm. 2 Jac. Ἄρης ἐν σχήματι ποιμένος). σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος Phil 2:7 (Just., A I, 55, 4 ἀνθρώπειον σχῆμα; cp. Lucian, Somn. 13 ἀφεὶς … τιμὴν κ. δόξαν … κ. δύναμιν σχῆμα δουλοπρεπὲς ἀναλήψῃ; Jos., Ant. 10, 11 a king who exchanges his kingly robes for sackcloth and takes on a σχῆμα ταπεινόν; for the σχῆμα ταπεινόν cp. also Appian, Syr. 40 §206; for assoc. of σχῆμα and ὄνομα cp. Cass. Dio 42, 24).② the functional aspect of someth., way of life, of things (Just., D. 105, 2 al. τοῦ σταυροῦ) παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου this world in its present form is passing away 1 Cor 7:31 (Eur., Bacch. 832 τὸ σχ. τοῦ κόσμου; Philostrat., Vi. Apoll. 8, 7 p. 312, 9 τὸ σχ. τοῦ κόσμου τοῦδε; PGM 4, 1139 σχῆμα κόσμου). S. μορφή.—B. 874. DELG s.v. ἔχω. M-M. TW.
См. также в других словарях:
παράγει — παράγω lead by pres ind mp 2nd sg παράγω lead by pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού … Dictionary of Greek