-
1 παππυλιάζω
παππυλιάζω, = ποππυλιάζω, Eust. 565, 12.
См. также в других словарях:
παππυλιάζω — Α βλ. παππυλιάζω … Dictionary of Greek
ποππυλιάζω — και, κατά δ. γρφ., παππυλιάζω, δωρ. τ. ποππυλιάσδω Α συρίζω για να καλέσω ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ποππύζω* με επέκταση λ (πρβλ. βομβυλιάζω: βόμβος)] … Dictionary of Greek