Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παππο-σπέρματα

См. также в других словарях:

  • αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • παπποσπέρματα — τὰ, Α σπέρματα με πάππο, δηλ. με χνούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + σπέρμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»