-
1 παξαμᾶς
A biscuit (so called from the baker Paxamos), Gal.14.537 tit., Suid.:—[var] Dim. [full] παξαμάδιον, τό, Gal.14.554, Tz.H.2.574; [full] παξαμάτιον, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παξαμᾶς
-
2 παξαμᾶς
Grammatical information: m.Meaning: `biscuite'Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Would have come from the name of a baker, Πάξαμος (Gal., Suid.)Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > παξαμᾶς
См. также в других словарях:
παξαμάς — ὁ, ΜΑ διπυρίτης άρτος, ψωμί που ψήθηκε δύο φορές για να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, παξιμάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη πιθ. από το όνομα τού Παξάμου, συγγραφέα ενός οδηγού μαγειρικής τού 1ου μ.Χ. αιώνα] … Dictionary of Greek
παξαμάδιον — και παξαμάτιον, τὸ, ΜΑ [παξαμάς] (υποκορ. τού παξαμᾱς) μικρό παξιμάδι … Dictionary of Greek
παξαμίς — ίδος, ἡ, Α παξαμάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παξαμᾶς + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
παξαμάτης — ὁ, Μ [παξαμάς] παξιμάδι … Dictionary of Greek
παξαμίτης — ὁ, Μ (ενν. άρτος) παξιμάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παξαμᾶς + επίθημα ίτης] … Dictionary of Greek
παξιμάδι — Όνομα μικρών ελληνικών νησιών. 1. Νησί στον νότιο Ευβοϊκό, στα αριστερά εκείνου που πλέει προς την Κάρυστο. 2. Νησί στο Κρητικό πέλαγος, στα Α της Δίας και 9 μίλια ΒΑ του Ηρακλείου. 3. Νησί στο νότιο Αιγαίο, κοντά στη Μήλο. Στα ρηχά νερά που το… … Dictionary of Greek
Πάξαμος — Αρχαίος Ελληνας γραμματικός και λόγιος. Έγραψε τα έργα: Οψαρτυτικά, Βοιωτικά, Δωδεκάτεχνον περί αισχρών σχημάτων και Γεωργικά. To πότε έζησε δεν είναι εξακριβωμένο, πάντως ήταν σύγχρονος του Αθηναίου. Ο Π. θεωρείται εξάλλου και εφευρέτης του… … Dictionary of Greek