-
1 παν-ά-πορος
παν-ά-πορος, ganz, sehr mittellos, Sp.
-
2 παν-ή-πορος
παν-ή-πορος, ganz dürftig, statt πανάπορος, Hesych.
-
3 πανάπορος
παν-ά-πορος, ganz, sehr mittellos -
4 πανήπορος
-
5 μύω
μύω, [tense] fut. μύσω [ῠ] Lyc.988: [tense] aor. ἔμυσα, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. μύσαν: [tense] pf. μέμῡκα: [[pron. full] ῡ in [tense] pres., Call.Dian.95, Nic.Fr.74.56: [pron. full] ῠ in [tense] aor., Il.24.637, S.Ant. 421, E.Med. 1183, exc. in later writers, as AP7.630 (Antiphil.), 9.558 (Eryc.): [pron. full] ῡ in [tense] pf., Il.24.420, App.Anth.4.39 (Leon.) ]:I intr., close, be shut, of the eyes,οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν Il.24.637
; ἐκ μύσαντος ὄμματος from closed eye, E.l.c.; of the mouth or any opening,τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ συναυαινόμενα μύσαντα Pl.Phdr. 251d
;χεῖλος ἔμυσε AP7.630
(Antiphil.); μεμυκὼς χείλεα σιγῇ ib.15.40 ([place name] Cometas); τρηχὺς.. μέμυκε πόρος ib.10.5 (Thyill.); of bivalve fish, opp. κεχηνέναι, Ath.3.93f; of flowers,κρόκος εἴαρι μύων Nic.
l.c.; but also, wither, : metaph.,τῷ λιμῷ μαραινόμενοι καὶ μεμυκότες J.BJ6.5.1
.2 of persons or animals, shut the eyes,μύω τε καὶ δέδορκα S.Fr. 774
;φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα Arist.de An. 428a16
;οὐ μύοντα λαγωόν Call.Dian.95
; μύσας as a preliminary to going through what is painful,παρέχειν μύσαντα εὖ καὶ ἀνδρείως Pl.Grg. 480c
, cf. S. Ant. 421, Ar.V. 988, Antiph.3: metaph.,μύσας τῷ λογισμῷ Plu.Pomp. 60
.3 metaph., to be lulled to rest, abate, of pain, (lyr.); of storms, AP7.293 (Isid.Aeg.).II trans., close, shut, κανθούς ib. 221; ὕπνος ἔμυσε κόρας ib.9.558 (Eryc.);τοὺς ὀφθαλμούς ποσως μ. Alex.Aphr.Pr.1.105
;περὶ ὃ πᾶν ὄμμα μύομεν Dam.Pr.6
. -
6 φανερός
A visible, manifest, ἡ στήλη ἔχει πάντα φ., i.e. all that is in it can be plainly seen, Hdt.3.24;φ. ὄμμασιν ἐμοῖς E.Ba. 501
;φ. τι δεῖξαι S.Tr. 608
(v.l.);θήσω φανέρ' ἀθρό' Pi.O.13.98
;φ. ποιῆσαι Pl.Lg. 630b
, etc.;ἐς φ. ὄψιν βαίνειν E.El. 1236
(anap.);τοὔργον παρέσται φ. S.Ph. 1291
;φ. χαρακτὴρ ἀρετᾶς E.HF 658
(lyr.);φ. πηγαί Th.2.15
;ἐσβολαὶ ἐς Αἴγυπτον Hdt. 3.5
;φ. ἔχθραν κτήσασθαι Th.1.42
; διαφορὰ φ. ἐγένετο ib. 102; φ. θάνατος, ὄλεθρος, opp. ἀφανής, Antipho 3.3.7, And.1.53;φ. ὑποψία εἰς ἐμὲ ἰοῦσα Antipho 2.2.6
;φ. γενόμενος
if detected,Lys.
7.12:— Constr.: φανερός εἰμι c. part., ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι they are known to have come, Hdt.3.26;ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν Id.7.18
;ὁ μέν ἐστι φ. ἐκβὰς ἐκ τοῦ πλοίου καὶ οὐκ εἰσβὰς πάλιν Antipho 5.23
: folld. by Conj.,φανεροὶ γιγνόμενοι ὅτι ποιοῦσιν X.Cyr.2.2.12
;φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν Id.Mem.1.1.17
: impers., φανερόν [ἐστιν] ὅτι .. ib.3.9.2; εἰ φανερὸν γίγνοιτο ὅτι .. Pl.Phd. 70d.2 shining, illustrious,προεδρίη Xenoph.2.7
;ὁδός Pi.O.6.73
; conspicuous, remarkable,φ. μηδὲν κατεργάζεσθαι Th.1.17
.b property in possession (opp. in action), And.1.118, Is.6.30, D.38.7.c in hand, in cash, μηδὲν φανερὸν κεκτῆσθαι to have no cash in hand, Din.1.70;λαβὼν ἀργύριον φ. καὶ ὁμολογούμενον D.56.1
;πόρος φ. Id.14.24
;φ. οὐσία Id.27.57
;φ. χρήματα Lys.12.83
;φ. ποιεῖν D.28.4
; φανερόν τι a certain sum of money, Sch.Ar.Pl. 330, Sch.Aeschin.1.102.4 of votes, φ. ψήφῳ by open vote, opp. κρύβδην (ballot), D.43.82, cf. Arist.Ath.68.2;ψῆφον φ. διενεγκεῖν Th.4.74
;τὴν ψῆφον φ. φέρειν Pl.Lg. 767d
; φ. ἡ ψῆφος τιθεμένη ib. 855d.5 Adv. - ρῶς openly, manifestly,βουλόμενος φ. Hdt.9.71
; (anap.); (lyr.); (anap.);ἀποδείκνυσθαι τὴν γνώμην Th.1.87
; φ. ἐρᾶν, opp. λάθρᾳ, Pl.Smp. 182d;τὸ φ. ἐξεῖναι Isoc.2.3
: [comp] Comp.,φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Th.6.91
; : but,b τὸ φ. freq. with Preps. in advb. sense,ἐκ τοῦ φ.
openly,Hdt.
5.96, 8.126; πολέμιος οὐκ ὢν ἐκ τοῦ φ. not openly declared, Th.4.79;ἐκ τοῦ φ. τὴν μάχην ποιεῖσθαι X.HG6.5.16
;ἐκ τοῦ φ. ἀποφεύγειν Id.Mem.3.11.8
;ἀπὸ τοῦ φ. D.H.4.4
; alsoἐν τῷ φ. σαυτὸν παρεῖχες X.Cyr.7.5.55
;ἀκοῦσαι ἐν τῷ φ. Id.An.1.3.21
;βουλεύεσθαι D.18.235
(rarelyἐν φ. X.Ages.5.7
);ἐς τὸ φ. ἀποδῦναι Th.1.6
; αἱ ἐς τὸ φ. λεγόμεναι αἰτίαι, Id.1.23; τὸν σῖτον φέρειν ἐς τὸ φ. into public, Id.3.27, cf. Pl.Grg. 480c, etc.;εἰπεῖν κατὰ τὸ φ. Ar.Th. 525
(lyr.); ἐπὶ φανεροῖς ξυνελθεῖν on public, acknowledged terms, Th.1.69.II of persons, manifest, conspicuous,εἰ [Διόνυσος καὶ Πὰν] φ. ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι Hdt.2.146
;φανερὰ.. ἦλθε κόρα S.OT 507
(lyr.);Κύπρις.. φανερὰ τῶνδ ἐφάνη πράκτωρ Id.Tr. 861
(lyr.);πάντων -ώτατος Βρασίδας ἐγένετο Th.4.11
, cf. X.Cyr.7.5.58; persons of distinction,Philostr.
VA2.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φανερός
См. также в других словарях:
πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
ИНДОЕВРОПЕЙСКАЯ МИФОЛОГИЯ — древнейшая система мифологических представлений предков современных индоевропейских народов, реконструируемая с помощью сравнительно исторического исследования отражений этой системы в исторически засвидетельствованных отдельных индоевропейских… … Энциклопедия мифологии
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek