-
1 παν-ήμερος
παν-ήμερος, 1) = Vorigem; πανήμερον adverbial, Her. 7, 183 u. Sp., wie Luc. amor. 15. – 2) täglich, Tag für Tag, Aesch. Prom. 1026. – Bei Soph. Tr. 657 soll πανάμερος μόλοι heißen »an diesem Tage noch«; man hat auch πανίμερος vermuthet.
-
2 παν-ήμερος [2]
παν-ήμερος, ganz zahm, Sp.
-
3 πανήμερος
παν-ήμερος, (1) den ganzen Tag hindurch; (2) täglich, Tag für Tag; πανάμερος μόλοι, an diesem Tage noch--------------------------------
См. также в других словарях:
πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… … Dictionary of Greek
πανημερία — η ναυτ. εκτέλεση εικοσιτετράωρης υπηρεσίας σε πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ημερία (< ήμερος < ημέρα), πρβλ. ισ ημερία. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek