Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παν-ήμερος

См. также в других словарях:

  • πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… …   Dictionary of Greek

  • πανημερία — η ναυτ. εκτέλεση εικοσιτετράωρης υπηρεσίας σε πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ημερία (< ήμερος < ημέρα), πρβλ. ισ ημερία. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»