-
1 παν-ωλεθρία
παν-ωλεθρία, ἡ, gänzliches Verderben; gew. im dat., πανωλεϑρίῃ ἀπολόμενοι, Her. 2, 120; πανωλεϑρίᾳ δὴ τὸ λεγόμενον καὶ πεζὸς καὶ νῆες καὶ οὐδὲν ὅ, τι οὐκ ἀπώλετο, Thuc. 7, 87; wie es scheint, ein vulgärer Ausdruck, der sich bei Sp. öfter findet; τὴν αἰτίαν τῆς πανωλεϑρίας Dio Cass. 56, 4.
-
2 πανωλεθρία
παν-ωλεθρία, ἡ, gänzliches Verderben
См. также в других словарях:
λιολεθρία — λιολεθρίᾳ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παντελεῑ ὀλέθρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίαν + ὄλεθρος, αντί τού αναμενόμενου λιωλεθρίᾳ (πρβλ. παν ωλεθρία)] … Dictionary of Greek