Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παν-τρόφος

См. также в других словарях:

  • παντρόφος — ον, Α αυτός που τρέφει τους πάντες και τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • σηροτρόφος — ο, Ν αυτός που ασχολείται με την σηροτροφία, που εκτρέφει μεταξοσκώληκες και παράγει βομβύκια, κουκούλια, που είναι η πρώτη ύλη τού μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήρ, σηρός «μετάξι, μεταξοσκώληκας» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»