-
1 παν-σχήμων
παν-σχήμων, ον, = Vorigem, Theol. arithm. p. 8.
-
2 πάνσχημος,
πάν-σχημος, u. παν-σχήμων, ον, allgestaltig -
3 πανσχήμων
πάν-σχημος, u. παν-σχήμων, ον, allgestaltig
См. также в других словарях:
πανσχήμων — ον, Α αυτός που έχει κάθε είδους σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek