-
1 πανουργος
I21) неразборчивый в средствах, способный на все(π. τε καὴ σοφός Plat.; π. πάντως καὴ πάντοθεν πλεονεκτικός, sc. ἐστιν Arst.; κομψὸς καὴ π. Plut.)
2) хитрый, плутоватый, коварный(ἀλώπηξ Arst.)
τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων Lys. — одно свойственно людям простодушным, а другое - отъявленным плутамIIὅ плут, мошенник Eur., Arph.
См. также в других словарях:
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek