-
1 παν-οπλότατος
παν-οπλότατος, der allerjüngste, Ap. Rh. 3, 244.
-
2 πανοπλότατος
См. также в других словарях:
πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] … Dictionary of Greek
1 παν-οπλότατος
παν-οπλότατος, der allerjüngste, Ap. Rh. 3, 244.
2 πανοπλότατος
πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] … Dictionary of Greek