-
1 παννύχιος
παν-νύχιος and πάννυχος: all night long, the night through.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παννύχιος
См. также в других словарях:
παννύχιος — ίη, ον, Α θηλ. και ος, ΜΑ αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα ή που γίνεται καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας («ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον, καὶ τοῡτο καίεται παννύχιον», Ηρόδ.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) παννύχιον καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας («οὐ χρὴ… … Dictionary of Greek