-
1 παν-θαρσής
παν-θαρσής, ές, ganz dreist, Maneth. 2, 171.
-
2 πανθαρσής
παν-θαρσής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανθαρσής
-
3 πανθαρσής
παν-θαρσής, ές, ganz dreist
См. также в других словарях:
πανθαρσής — ές, Α εξαιρετικά θαρραλέος, πολύ γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. πολυ θαρσής] … Dictionary of Greek