-
1 παν-εύκηλος
παν-εύκηλος, sehr ruhig, Ap. Rh. 3, 1195.
-
2 πανεύκηλος
πᾰν-εύκηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανεύκηλος
-
3 πανεύκηλος
См. также в других словарях:
πανεύκηλος — ον, Α εντελώς ήσυχος, ησυχότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔκηλος «ήσυχος, αμέριμνος»] … Dictionary of Greek