-
1 παν-ευ-μήχανος
παν-ευ-μήχανος, sehr geschickt, Tzetz.
-
2 πανευμήχανος
См. также в других словарях:
παμμήχανος — παμμήχανος, ον (Α) αυτός που μηχανάται τα πάντα, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek