-
1 παν-επήτριμος
παν-επήτριμος, von ganz dichtem Faden od. Gewebe, übh. sehr dicht, Opp. Cyn. 3, 172.
-
2 πανεπήτριμος
πᾰν-επήτρῐμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανεπήτριμος
-
3 πανεπήτριμος
παν-επήτριμος, von ganz dichtem Faden od. Gewebe, übh. sehr dicht
См. также в других словарях:
πανεπήτριμος — ον, Α 1. πυκνότατα υφασμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πανεπήτριμα μτφ. (για το χιόνι) πέφτοντας πυκνότατα («ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπήτριμος «υφασμένος με πυκνό τρόπο»] … Dictionary of Greek