-
1 παν-δύναμος
παν-δύναμος, allvermögend, allmächtig (?).
-
2 πανδύναμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδύναμος
-
3 πανδύναμος
παν-δύναμος, allvermögend, allmächtig
См. также в других словарях:
πανδύναμος — ον, Α παντοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek