-
1 παν-δαισία
παν-δαισία, ἡ, vollständiges Gastmahl, nach Harpocr., der es aus Is. u. Comic. citirt, τὸ πάντα ἔχειν ἄφϑονα καὶ μηδὲν ἐλλείπειν ἐν τῇ δαιτί; vgl. Schol. Ar. Pax 565; οἴκατε πανδαισίῃ τελείῃ εἷστιῆσϑαι, Her. 5, 20; Sp., wie Plut. non posse 21.
-
2 πανδαισία
παν-δαισία, ἡ, u. πον-δαίσιον, τό, vollständiges Gastmahl
См. также в других словарях:
πανδαισία — ιων. τ. πανδαισίη, ή, ΝΑ πλούσιο και μεγαλοπρεπές συμπόσιο, γεύμα όπου παρευρίσκονται όλοι και παρατίθεται κάθε είδος φαγητού, η ευωχία, το φαγοπότι νεοελλ. μτφ. πλούτος πνευματικών απολαύσεων ή αφθονία υλικών αγαθών (α. «μουσική πανδαισία β.… … Dictionary of Greek
πολυδαισία — ἡ, Α η πολυφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαισία (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. παν δαισία] … Dictionary of Greek