Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παν-αρκής

См. также в других словарях:

  • παναρκής — παναρκής, ές (Α) 1. αυτός που αρκεί σε όλους 2. (για τον ήλιο) αυτός που φωτίζει εξίσου τους πάντες 3. (για καταπλάσματα) αυτός που έχει πολύ μεγάλη θεραπευτική ιδιότητα ή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αρκής (< ἄρκος «βοήθεια»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»