-
1 παν-αλάστωρ
παν-αλάστωρ, ορος, ὁ, ganz wie ἀλάστωρ, Antp. Th. 42 (IX, 269).
См. также в других словарях:
παναλάστωρ — παναλάστωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) καταστρεπτικότατος, βλαπτικότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀλάστωρ] … Dictionary of Greek
1 παν-αλάστωρ
παν-αλάστωρ, ορος, ὁ, ganz wie ἀλάστωρ, Antp. Th. 42 (IX, 269).
παναλάστωρ — παναλάστωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) καταστρεπτικότατος, βλαπτικότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀλάστωρ] … Dictionary of Greek